μαλακοτης

μαλακοτης
    μαλακότης
    μᾰλᾰκότης
    -ητος ἥ
    1) мягкость Plat., Arst.
    2) изнеженность, вялость, слабость Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαλακοτης" в других словарях:

  • μαλακότης — softness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοτήτων — μαλακότης softness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότησι — μαλακότης softness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότησιν — μαλακότης softness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητα — μαλακότης softness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητας — μαλακότης softness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητες — μαλακότης softness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητι — μαλακότης softness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητος — μαλακότης softness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακότητα — η (AM μαλακότης, ητος) [μαλακός] 1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.) 2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα αρχ. 1. αδυναμία, ασθενικότητα 2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» …   Dictionary of Greek

  • ԲԵԿՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 1 480 Chronological Sequence: 6c գ. Բեկտելն, իլն. կոտրտելը, իլը. եւ նմանութեամբ՝ Թուլամորթութիւն, մեղկութիւն. μαλακότης mollities *Զմարմինսն բեկտմամբ եւ կակղութեամբ եւ փափկութեամբ հնացուցանէին. Փիլ. իմաստն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»